- κερμίον
- κερμίον, τό,A = κερμάτιον, Cat.Cod.Astr.7.93 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερμίον — κερμίον, τὸ (Α) κερμάτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. σχηματισμός από το θ. τής ονομαστικής: < κέρμα + υποκορ. κατάλ. ίον, αντί κερμάτ ιον] … Dictionary of Greek